- αφορμή
- η (AM ἀφορμή)1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο2. αιτία, ευκαιρία3. δικαιολογία, πρόφαση4. αιτία μιας αρρώστιαςμσν.1. τρόπος, δυνατότητα2. μομφή, κατηγορία3. αμηχανία, τρέλααρχ.1. (κυρίως για πολεμικές επιχειρήσεις) το μέρος από το οποίο εξορμά κάποιος, ορμητήριο2. τόπος ασφαλής3. τα μέσα με τα οποία ξεκινά ή επιχειρεί κάποιος κάτι, πόροι, πρόσοδοι4. το κεφάλαιο ενός τραπεζίτη5. αυτό που προσφέρεται για επιχείρημα, υλικό ή θέμα επιχειρηματολογίας6. φρ. «ἀφορμήν δίδωμι» ή «... παρέχω» ή «... λαμβάνω» — βρίσκω πρόφαση, προσφέρω δικαιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμώ (-άω), με υποχωρητικό σχηματισμό].
Dictionary of Greek. 2013.